- γυναικούλα
- η1. μικρόσωμη γυναίκα2. συμπαθητική γυναίκα3. ασήμαντη γυναίκα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γυναικούλα — η 1. μικρόσωμη ή συμπαθητική γυναίκα. 2. σύζυγος: Αγαπάει βαθιά τη γυναικούλα του. 3. γυναίκα απλοϊκή, αμόρφωτη: Κάνει παρέα με γυναικούλες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γυναίκα — Ο άνθρωπος θηλυκού γένους. Με τον όρο γ. υποδηλώνεται επίσης η ώριμη για γάμο νέα. Στο ελληνικό Σύνταγμα του 1975 υπάρχει διάταξη (άρ. 4, παρ. 2) σύμφωνα με την οποία «οι Έλληνες και οι Ελληνίδες έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις». Με τη… … Dictionary of Greek
γυναικάριον — γυναικάριον, το (AM) γυναικούλα, γυναίκα κακής διαγωγής … Dictionary of Greek
γυναικίτσα — η η γυναικούλα … Dictionary of Greek
Βασιλειάδου, Γεωργία — (Αθήνα 1903 – 1980). Ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου. Σπούδασε φωνητική μουσική στη Σχολή Γεννάδη. Έκανε την πρώτη της εμφάνιση, ως μέλος χορωδίας, το 1923 στη σκηνή του θεάτρου Ολυμπία και στη συνέχεια καθιερώθηκε στο θέατρο πρόζας… … Dictionary of Greek